Σύμφωνα με τον Γκράμσι, "ηγεμονία"
είναι η ιδεολογική και πολιτιστική κυριαρχία μιας τάξης επί της
κοινωνίας, η οποία επιτυγχάνεται με τη δημιουργία συναίνεσης μέσω του
ελέγχου των πολιτισμικών σχημάτων και θεσμών διαμόρφωσης της κοινής
γνώμης. Κατά την έννοια αυτή, δεν είναι τυχαία η έμφαση που δόθηκε στο
δημόσιο χρέος, αμέσως μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και
αφού δισεκατομμύρια ευρώ είχαν ήδη κατευθυνθεί προς τις τράπεζες των
χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να στηρίξουν τους ισολογισμούς
τους.
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έτσι μετατοπίστηκε από την κρίση των τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα προς τις "σπάταλες" κυβερνήσεις και την κατά προέκταση ανάγκη περικοπής των δημοσίων δαπανών και άμεσης λήψης διαφόρων μέτρων λιτότητας. Η περίπτωση της Ελλάδας, με τα παραδοσιακά ελλείμματα τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των συναλλαγών της με τον υπόλοιπο κόσμο, εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό αυτό. Πρώτος ο πρωθυπουργός της χώρας το 2009 διακήρυσσε παντού ότι παρέλαβε μια χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά και στην ελλειμματικότητα!
Για το ευρύ κοινό εκτός Ελλάδας (και για μερίδα του κοινού εντός της χώρας), η ελληνική κρίση ταυτίστηκε με την ανικανότητα του δημόσιου τομέα και την καθυστέρηση της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και η ίδια η ελληνική οικονομία πάσχουν από πολλά και χρόνια προβλήματα, η τρέχουσα κρίση είναι κυρίως το αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, που συγκροτούν την ελληνική και ευρωπαϊκή συγκυρία, οικονομική, πολιτική και βεβαίως ιδεολογική. Το αφήγημα του "σπάταλου" δημόσιου τομέα και των "τεμπέληδων" Ελλήνων εξυπηρέτησε συνεπώς τον στόχο της ηγεμόνευσης της κυρίαρχης τάξης επί της κοινωνίας, που δεν ήταν άλλος από τη μετατόπιση της ευθύνης για τη χρηματοπιστωτική κρίση από τους πραγματικούς υπαίτιους (τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς) προς εκείνους που καλούνται να επωμιστούν το τίμημα της αντιμετώπισής της, ήτοι προς τους λαούς της Ευρώπης. Με την έννοια αυτή, γίνεται αντιληπτή η σημασία του δημόσιου διαλόγου και της συμβολής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η σημασία δηλαδή του αφηγήματος που διεκδικεί τη δημόσια προσοχή.
Με έναυσμα την ελληνική περίπτωση, η οργάνωση ATTAC Αυστρίας πρόσφατα έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι το 77% των πακέτων διάσωσης κατευθύνθηκε προς τις ανάγκες των τραπεζών, ελληνικών και ευρωπαϊκών, και ότι από το υπόλοιπο 23%, το μεγαλύτερο μέρος αναλώθηκε σε στρατιωτικές δαπάνες και στην πληρωμή τόκων προς τους πιστωτές της χώρας1. Με τον τρόπο αυτό διαψεύδεται τόσο η περίφημη
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έτσι μετατοπίστηκε από την κρίση των τραπεζών και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα προς τις "σπάταλες" κυβερνήσεις και την κατά προέκταση ανάγκη περικοπής των δημοσίων δαπανών και άμεσης λήψης διαφόρων μέτρων λιτότητας. Η περίπτωση της Ελλάδας, με τα παραδοσιακά ελλείμματα τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των συναλλαγών της με τον υπόλοιπο κόσμο, εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό αυτό. Πρώτος ο πρωθυπουργός της χώρας το 2009 διακήρυσσε παντού ότι παρέλαβε μια χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά και στην ελλειμματικότητα!
Για το ευρύ κοινό εκτός Ελλάδας (και για μερίδα του κοινού εντός της χώρας), η ελληνική κρίση ταυτίστηκε με την ανικανότητα του δημόσιου τομέα και την καθυστέρηση της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και η ίδια η ελληνική οικονομία πάσχουν από πολλά και χρόνια προβλήματα, η τρέχουσα κρίση είναι κυρίως το αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, που συγκροτούν την ελληνική και ευρωπαϊκή συγκυρία, οικονομική, πολιτική και βεβαίως ιδεολογική. Το αφήγημα του "σπάταλου" δημόσιου τομέα και των "τεμπέληδων" Ελλήνων εξυπηρέτησε συνεπώς τον στόχο της ηγεμόνευσης της κυρίαρχης τάξης επί της κοινωνίας, που δεν ήταν άλλος από τη μετατόπιση της ευθύνης για τη χρηματοπιστωτική κρίση από τους πραγματικούς υπαίτιους (τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς) προς εκείνους που καλούνται να επωμιστούν το τίμημα της αντιμετώπισής της, ήτοι προς τους λαούς της Ευρώπης. Με την έννοια αυτή, γίνεται αντιληπτή η σημασία του δημόσιου διαλόγου και της συμβολής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η σημασία δηλαδή του αφηγήματος που διεκδικεί τη δημόσια προσοχή.
Με έναυσμα την ελληνική περίπτωση, η οργάνωση ATTAC Αυστρίας πρόσφατα έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι το 77% των πακέτων διάσωσης κατευθύνθηκε προς τις ανάγκες των τραπεζών, ελληνικών και ευρωπαϊκών, και ότι από το υπόλοιπο 23%, το μεγαλύτερο μέρος αναλώθηκε σε στρατιωτικές δαπάνες και στην πληρωμή τόκων προς τους πιστωτές της χώρας1. Με τον τρόπο αυτό διαψεύδεται τόσο η περίφημη